- ξεθώριασμα
- το, -ατοςτο αποτέλεσμα του ξεθωριάζω, το χάσιμο του χρώματος, ο αποχρωματισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεθώριασμα — το [ξεθωριάζω] το αποτέλεσμα τού ξεθωριάζω, η απώλεια τού χρώματος («το ξεθώριασμα τού τοίχου») … Dictionary of Greek
άχροια — η (Α ἄχροια) 1. έλλειψη ή απουσία χρώματος 2. απώλεια του χρώματος, ξεθώριασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χροιά < χρως ( ωτός) «επιδερμίδα, χρώμα επιδερμίδας, χρώμα»] … Dictionary of Greek
ξάσπρισμα — το [ξασπρίζω] 1. άσπρισμα, λεύκανση 2. απώλεια τού χρώματος, ξεθώριασμα … Dictionary of Greek
ξέβαμμα — και ξεβάψιμο, το [ξεβάφω] 1. εξάλειψη τού χρώματος από ένα βαμμένο αντικείμενο 2. φθορά τού χρώματος, ξεθώριασμα 3. (για μέταλλα) αποχαλύβωση … Dictionary of Greek
ωχρίαση — η / ὠχρίασις, άσεως, ΝΜΑ [ὠχριῶ] 1. το αποτέλεσμα τού ωχριώ, χλόμιασμα, κιτρίνισμα (α. «ωχρίαση τού προσώπου από φόβο» β. «συμβαίνουσι τοῑς μεθυσκομένοις τρόμοι, βαρύτητες, ὠχριάσεις», Γρηγ. Ναζ.) 2. αποχρωματισμός, ξεθώριασμα («ἡ δὲ πολίωσις,… … Dictionary of Greek
ωχρότητα — η / ὠχρότης, ητος, ΝΜΑ [ὠχρός] η ιδιότητα τού ωχρού, χλομάδα, κιτρινάδα («κεχρωμένον ὠχρότητι», Γαλ.) νεοελλ. αποχρωματισμός, ξεθώριασμα … Dictionary of Greek
ξάσπρισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξασπρίζω, ξεθώριασμα, αποχρωματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)